Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

τῶν Ἀράβων

  • 1 Ἀραβία

    Ἀραβία, ας, ἡ (Hdt. 3, 107 et al.; TestSol; EpArist 119; Philo; Joseph. Ἀρρ-; Just. On Ἀ. w. and without the art. s. B-D-F §261, 6; PFlor 278 στρατηγῷ Ἀραβίας) Arabia as a geogr. concept includes the territory west of Mesopotamia, east and south of Syria and Palestine, to the isthmus of Suez. In Roman times independent kingdoms arose like that of the Nabataeans south of Damascus, which could be called simply Arabia (Diod S 19, 94, 1 χώρα τῶν Ἀράβων τῶν καλουμένων Ναβαταίων; Stephan. Byz. s.v. Γοαρήνη: χώρα Ἀραβίας πλησίον Δαμασκοῦ; Appian, Bell. Civ. 2, 71 §294 describes Ἄραβες and Ἑβραῖοι as neighbors), and is regularly so called by Joseph. This seems to have been the country visited by Paul after his conversion Gal 1:17 (CBriggs, The Ap. Paul in Arabia: Biblical World 41, 1913, 255–59). Of Arabia in the narrower sense, w. special ref. to the Sinai peninsula Gal 4:25. As the home of the phoenix 1 Cl 25:1.—BMoritz, Arabien 1923; HPhilby, Arabia 1930; JMontgomery, A. and the Bible ’34; FAbel, Géographie de la Palestine ’33/38, I 288–94; II 164–68. ANegev, ANRW II/8, ’77, 520–686.—EDNT. M-M.

    Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία > Ἀραβία

  • 2 φύλαρχος

    A chief officer of a φῡλή, X.Cyr.1.2.14, al., BMus.Inscr.1005 (Cyzic.), CIG 3773 ([place name] Nicomedia), Sammelb. 6257 (v/vi A. D.).
    b = Lat. tribunus militum, D.H.2.7, Plu.Rom.20.
    c chief priest of a tribe among the Jews, LXX 1 Es.7.8: pl., elders of a tribe, ib.De.31.28.
    d sheikh,

    τῶν Ἀράβων Str.16.1.28

    , cf. Procop.Pers.1.19; Parthian term, = δυνάστης, Arr.Fr. 171 J.
    II as a military term, at Athens, the commander of the cavalry furnished by each tribe, Hdt.5.69.
    III οἱ φ., an oligarchical council at Epidamnus, Arist.Pol. 1301b22.

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φύλαρχος

См. также в других словарях:

  • Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… …   Dictionary of Greek

  • Ισραήλ — I Επίσημη ονομασία: Κράτος του Ισραήλ Έκταση: 20.770 τ. χλμ. Πληθυσμός: 6.029.529 (2002) Πρωτεύουσα: Ιερουσαλήμ (622.091 κάτ. το 1997) *Σημ.: Η Ιερουσαλήμ ανακηρύχθηκε μονομερώς από το Ισραήλ πρωτεύουσα το 1982, στη θέση του Τελ Αβίβ, χωρίς όμως… …   Dictionary of Greek

  • Κωνσταντίνος — I Όνομα δύο βασιλιάδων της νεότερης Ελλάδας. 1. Κ. Α’ (Κωνσταντίνος Γκλίξμπουργκ, Αθήνα 1868 – Παλέρμο, Σικελία 1923). Βασιλιάς των Ελλήνων (1913 17, 1920 22). Ήταν πρωτότοκος γιος του βασιλιά Γεωργίου Α’ και της βασίλισσας Όλγας. Έπειτα από… …   Dictionary of Greek

  • Αλγερία — I (Αστρον.).Αστεροειδής που το φαινόμενο μέγεθός του στη μέση αντίθεσή του είναι ίσο προς 14,6, ενώ αν βρισκόταν σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τον Ήλιο και από τη Γη θα είχε φαινόμενο μέγεθος 10,5. II Κράτος της βορειοδυτικής… …   Dictionary of Greek

  • Αλφόνσος — I (AlfonsoAlphonso). Όνομα βασιλιάδων και ηγεμόνων των ισπανικών κρατιδίων των Αστουριών, της Λεόνε, της Γαλικίας και της Καστίλης (1 11), καθώς και του ενωμένου κράτους της Ισπανίας (12 13). Η λέξη προέρχεται από παραφθορά του τευτονικού… …   Dictionary of Greek

  • ισλαμισμός — Μονοθεϊστική θρησκεία την οποία ίδρυσε ο Μωάμεθ (570 632) κατά το πρώτο μισό του 7ου αι. μ.Χ. Από την ίδια ρίζα παράγεται και η λέξη μουσουλμάνος (μούσλιμ = αυτός που παραδίνεται στο θέλημα του Θεού και κατ’ επέκταση ο οπαδός του ι.). Ο ι.… …   Dictionary of Greek

  • Ιορδανία — Επίσημη ονομασία: Χασεμιτικό Βασίλειο της Ιορδανίας Έκταση: 92.300 τ. χλμ. Πληθυσμός: 5.307.470 (2002) Πρωτεύουσα: Αμμάν (1.415.000 κάτ. το 1999)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας, στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Δ με το Ισραήλ και τη Δυτική Όχθη… …   Dictionary of Greek

  • βασίλειος — I Όνομα δύο Βυζαντινών αυτοκρατόρων. 1. Β. Α’ ο Μακεδών (813; 886). Βυζαντινός αυτοκράτορας (867 886) που εγκαινίασε τη μακεδονική δυναστεία. Ο Β., άσημης καταγωγής και αμόρφωτος, που η σωματική του ρώμη και η εξαιρετική ιππευτική του ικανότητα… …   Dictionary of Greek

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek

  • Αφρική — Μία από τις πέντε ηπείρους. Βρίσκεται στο ανατολικό ημισφαίριο, στα νότια της Ευρώπης και στα δυτικά της Ασίας. Μολονότι αποτελεί μέρος, μαζί με την Ευρώπη και την Ασία, της Αρχαίας Ηπείρου, η απέραντη αυτή ήπειρος διαφέρει ουσιαστικά από αυτές,… …   Dictionary of Greek

  • θεόφιλος — I (4ος αι. π.Χ.). Ποιητής της Μέσης κωμωδίας. Διασώθηκαν οι τίτλοι οκτώ κωμωδιών του: Ιατρός, Παγκράτεια, Βοιωτία, Νεοπτόλεμος, Επιδαύριος, Προιτίδες, Απόδημος και Φίλαυλος. Ο προτελευταίος και τελευταίος τίτλος αναφέρονται, αντίστοιχα, στα… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»